κελεφία

κελεφία
κελεφία, ἡ (Μ) [κελεφός]
η νόσος λέπρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κελεφιώ — κελεφιῶ, άω (Μ) [κελεφία] πάσχω από κελεφία*, είμαι λεπρός …   Dictionary of Greek

  • κελεφίασις — κελεφίασις, ἡ (Μ) [κελεφιώ] το να πάσχει κάποιος από τη νόσο κελεφία, δηλ. τη λέπρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”